- εγελιανισμός
- ο(φιλοσ.), το φιλοσοφικό σύστημα του Έγελου, ο απόλυτος ιδεαλισμός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χεγκελιανισμός — ο, Ν ο εγελιανισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. hegelianism < hegelian (από το όν. τού Γερμανού φιλοσόφου Georg W. F. Hegel) + κατάλ. ism] … Dictionary of Greek
Μαρξ, Καρλ — (Heinrich Karl Marx, Τριρ 1818 – Λονδίνο 1883). Γερμανός φιλόσοφος και οικονομολόγος, εβραϊκής καταγωγής. Υπήρξε συνιδρυτής, με τον Φρίντριχ Ένγκελς, του επιστημονικού σοσιαλισμού και της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας. Σπούδασε νομική, ιστορία … Dictionary of Greek
Χάρτμαν, Έντουαρντ φον- — (Hartmann, 1842 – 1906). Γερμανός φιλόσοφος. Γιος Πρώσου στρατηγού, ακολούθησε και ο ίδιος αρχικά το στρατιωτικό στάδιο αλλά το 1861 αποχώρησε από το στράτευμα για λόγους υγείας. Ασχολήθηκε τότε με τη ζωγραφική, αργότερα προσπάθησε να γίνει… … Dictionary of Greek